- cattìv
- vedovo o vedova.
Dizionario Materano. 2014.
Dizionario Materano. 2014.
κατσίβελος — ο, θηλ. κατσιβέλα 1. γύφτος, τσιγγάνος 2. άνθρωπος που έχει τις ιδιότητες τών τσιγγάνων, που δεν έχει μόνιμη στέγη 3. βρόμικος, ατημέλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < ιταλ. cattiv ello «σκλάβος, δυστυχής». Κατ άλλη άποψη < βλαχ. cacivel < … Dictionary of Greek